ξενίζομαι

ξενίζομαι
ξενίζω
receive
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξενίζομαι — ξενίζομαι, ξενίστηκα, ξενισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • странствую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. ξενίζομαι, ξενικύω) живу в чужой стороне;… …   Словарь церковнославянского языка

  • μυριοξενίζομαι — (Μ) παραξενεύομαι πολύ από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ξενίζομαι «παραξενεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… …   Dictionary of Greek

  • παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”